λήσμων

λήσμων
λήσμων, -ον (Α)
επιλήσμων, ξεχασιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *λᾱθ-μων (< θ. λᾱθ- τού λανθάνω, [πρβλ. λήθη] + επίθημα -μων), πρβλ. γνώ-μων, τλή-μων. Το -σ- τού τ. αναλογικά προς τους άλλους τού λανθάνω με -σ- (πρβλ. λήστις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λήσμων — unmindful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήσμονες — λήσμων unmindful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιλήσμων — ἐπιλήσμων, ον (AM) αυτός που έχει την τάση να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», Ξεν.) (| αρχ. αυτός που φέρνει λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήσμων < *λάθ μων < αορ. θ. λαθ. τού λανθάνω (πρβλ. αόρ. β’ έ λαθ ον) με σ… …   Dictionary of Greek

  • λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • λησμονή — λησμονή, ἡ (ΑM) [λήσμων] λήθη, λησμονιά …   Dictionary of Greek

  • λησμονώ — έω και άω και αλησμονώ (Μ λησμονῶ, έω και ἀλησμονώ) [λήσμων] 1. ξεχνώ ένα γεγονός ή ένα πράγμα, παύω να θυμάμαι, μού διαφεύγει κάτι («λησμόνησα τη διεύθυνση τού σπιτιού σου») 2. αμελώ ή παραβαίνω ανειλημμένο καθήκον ή υποχρέωση («λησμόνησε πάλι… …   Dictionary of Greek

  • λησμοσύνη — η (Α λησμοσύνη, δωρ. τ. λησμοσύνα) [λήσμων] λήθη, λησμονιά νεοελλ. 1. το να λησμονεί κάποιος, ξέχασμα, ξεχασιά 2. η ιδιότητα τού επιλήσμονα, τού ξεχασιάρη («γεροντική λησμοσύνη») …   Dictionary of Greek

  • πείσμων — ον 1. αυτός που έχει πείσμα, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, δύστροπος 2. αυτός που γίνεται με πείσμα, πεισματώδης, πεισματάρικος («προέβαλε πείσμονα αντίσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *πείθ μων (< θ. πειθ τού πείθω) + επίθημα μων (πρβλ. λήσμων). Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”